- στυγερωπός
- στῠγερ-ωπός, όνA
, χῶρος σ. ἰδέσθαι AP9.662
(Agath.): and [suff] στῠγερ-ώψ, acc. -ῶπα, dub.l. in Orph.Fr.126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, χῶρος σ. ἰδέσθαι AP9.662
(Agath.): and [suff] στῠγερ-ώψ, acc. -ῶπα, dub.l. in Orph.Fr.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυγερωπός — στυγερώπης horrible masc/fem nom sg στυγερωπός masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek